- πολύγληνος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλά μάτια2. μτφ. αυτός που έχει πολλές τρύπες, πολλά ανοίγματα («πολύγληνος σαγήνη» — δίχτυ με πολλά μάτια, με πολλές τρύπες, Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γληνος (< γλήνη «κόρη του οφθαλμού»), πρβλ. τρί-γληνος].
Dictionary of Greek. 2013.